πυροβόληση

πυροβόληση
η
η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροβολώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροβόληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η βολή με πυροβόλο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον πληθ. πυροβολήσεις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • συμπυροβόληση — η, Ν συμπυροβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβόληση. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυροβόλησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”